- πυκνωτής ηλεκτρικός
- Ηλεκτρική συσκευή που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη υψηλής ηλεκτρικής χωρητικότητας. Αποτελείται από δύο αγωγούς υπό μορφή είτε λεπτών πλακών με διάφορα σχήματα είτε δύο ομοαξονικών κυλίνδρων ή δύο αγώγιμων φύλλων, τα οποία είναι τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο και χωρίζονται από ένα διηλεκτρικό ή από τον αέρα. Οι δύο αγωγοί αποτελούν τους οπλισμούς του πυκνωτή. Αν εφαρμόσουμε μια διαφορά δυναμικού V μεταξύ των οπλισμών, αυτοί φορτίζονται από μια ποσότητα ηλεκτρισμού Q. Ο λόγος Q/V είναι η χωρητικότητα C του πυκνωτή, της οποίας η μέτρηση εκφράζεται σε φαράντ (F) και, συνήθως, στα υποπολλαπλάσιά του: μικροφαράντ (μF = 10-6F) και πικοφαράντ (pF = 10-12F). Ανάλογα με τη φυσική κατάσταση του διηλεκτρικού που βρίσκεται μεταξύ των οπλισμών, οι πυκνωτές διαιρούνται σε στερεούς (μίκα, κεραμική, πλαστικές ύλες, γυαλί), υγρούς (συνήθως έλαιο), αέρος, αερίου ή κενού. Οι σταθεροί πυκνωτές έχουν τους οπλισμούς τους σε αμετάβλητες θέσεις, ενώ οι μεταβλητοί τούς έχουν σε θέσεις κινητές διά περιστροφής των επιπέδων (και η χωρητικότητα μεταβάλλεται με την περιστροφή ανάλογα με το σχήμα τους) ή διά μετακίνησης, κατά μήκος του άξονα, στους κυλινδρικούς. Κάθε πυκνωτής χαρακτηρίζεται από: α) τη χωρητικότητα, β) τη μέγιστη τάση εργασίας, γ) τις απώλειες του διηλεκτρικού, οι οποίες μετατρέπονται σε θερμότητα. Ένας ιδιαίτερος τύπος είναι ο ηλεκτρολυτικός πυκνωτής, όπου το διηλεκτρικό σχηματίζεται κατευθείαν με ηλεκτρόλυση σε έναν από τους οπλισμούς. Οι πυκνωτές βρίσκουν ευρείες εφαρμογές σε όλα τα πεδία της ηλεκτροτεχνίας, της ηλεκτροτεχνικής, της ραδιοτεχνικής και, γενικά, σε κάθε ηλεκτρικό κύκλωμα. Ως παράδειγμα σημειώνονται οι π. που χρησιμοποιούνται στους ραδιοφωνικούς δέκτες και στις τηλεφωνικές εγκαταστάσεις. Οι πυκνωτές χρησιμοποιούνται επίσης και στη διόρθωση του συνημίτονου των εναλλασσόμενων (π.χ. φώτα φθορισμού, ηλεκτρικοί κινητήρες).
Dictionary of Greek. 2013.